- διαγωγή
- η (AM διαγωγή) [διάγω]1. ο τρόπος με τον οποίο περνά κανείς τη ζωή του2. η συμπεριφορά, το φέρσιμο3. φρ. α) «κακής διαγωγής άνθρωπος» — άνθρωπος χωρίς ηθικές αρχέςβ) (για γυναίκα) «κακής διαγωγής» — πόρνημσν.- νεοελλ.τόπος διαμονήςαρχ.1. η μεταφορά, η μεταβίβαση στο απέναντι μέρος2. η καθοδήγηση με τη διδασκαλία, η διαπαιδαγώγηση3. διασκέδαση, ψυχαγωγία4. το λιμάνι5. επιβράδυνση, αργοπορία6. κυβέρνηση, διοίκηση.
Dictionary of Greek. 2013.